Το κοριτσάκι πίσω σου,
που ‘χει χαθεί στον ίσκιο σου,λάθος το λογαριάζεις.[1]
Στον ίσκιο σου. Έτσι νόμιζες. Περπατούσες καμαρωτός, σαν γελοίος λόρδος, με προταγμένα στήθια, αντρίλα ξέχειλη μα τόσο γυναικεία παράλληλα. Ένας μάτσο τύπος που μπέρδεψες τα προταγμένα στήθια με το λίπος που κουβαλούσες μέσα σου. Σάπιο λίπος, μαύρο, που είχε πάρει τη θέση των κοκάλων, των οργάνων, κάθε ζωτικού ιστού, της καρδιάς της ίδιας. Κι εσύ, ο γελοίος, το περνούσες για μύες, για δύναμη κι έτσι το πρότασσες όλο καμάρι, χωρίς να καταλαβαίνεις καν ότι όλοι οι υπόλοιποι ξέρουμε τι είναι. Το βλέπουμε. Με τα μάτια. Το μυρίζουμε. Το ακούμε όταν περπατάς δίπλα μας. Το νιώθουμε πριν καν αγγίξουμε. Κι αυτή το ίδιο. Και το γευόταν κάθε φορά που σε φιλούσε. Μα έλεγε «ίσως δεν είναι αυτό, ρε παιδιά. Δεν είναι λίπος.» Μπέρδευε το μέλι με το λίπος εκείνες τις μέρες.
Στον ίσκιο σου. Νόμιζες ότι την είχες στον ίσκιο σου. Στον ίσκιο που σχημάτιζαν οι φραμπαλάδες μπροστά στο στήθος σου. Οι όγκοι στα μανίκια που γέμιζαν τον φωτισμένο τοίχο. Τα ανοιχτά χέρια όταν περπατούσες λες κι είχαν συγκαεί τα μπράτσα σου από μέσα. Στον μεγάλο ίσκιο σου. Νόμιζες ότι, επειδή ο ίσκιος τη χωρούσε, αυτή δεν θα μπορούσε να κουνηθεί. Νόμιζες ότι αυτό τον ίσκιο, που την κάλυπτε τότε -ναι, το ομολογεί ρε παιδιά!- ότι αυτό τον ίσκιο θα τον φύλαγε πάνω της για πάντα, σαν κουβέρτα, σαν κουκούλι. Ή ακόμα χειρότερα, νόμιζες ότι αυτό τον ίσκιο τον είχε ανάγκη, ότι ήταν μισερή, λειψή και ότι με τον τρομερό ίσκιο σου αυτή η «κακομοίρα» θα αποκτούσε υπόσταση. Θα γινόταν κάτι.
Έλα, μπούρδες, πες την αλήθεια. Έτσι ήθελες να νομίζει. Το ήξερες ότι αυτή δεν ήταν για ίσκιους. Ήταν για το φως. Για ένα φως που να τυφλώνει. Γιατί ήταν κι η ίδια φως. Το ήξερες και το φοβόσουν. Γι’ αυτό και την κρατούσες στο σκοτάδι. Μην τυχόν το φως της συναντήσει το άλλο, το κοσμογονικό, και ενωθεί μαζί του και σε εξαφανίσει για πάντα.
Το ήξερες ότι ήταν φως. Γι’ αυτό την είχες διαλέξει άλλωστε. Γιατί σου φώτιζε το σκοτάδι της ψυχής σου. Όσο την άφηνες. Κι αυτές τις λίγες, τις μηδαμινές σε μονάδες χρόνου στιγμές που άφηνες το φως της να μπει μέσα, έπαυες να στέκεσαι κορδωτός σαν γελοίος θηριοδαμαστής που κοιτά το πλήθος του τσίρκου όλο καμάρι, και καθόσουν σε μια καρέκλα. Τα λίπια σου διπλώναν τότε, κρέμονταν καθώς χαλάρωνες το κορμί σου για να απορροφήσεις το φως. Για δευτερόλεπτα καταλάβαινες κι εσύ ότι δεν ήταν μύες, για δευτερόλεπτα κοιτούσες με μάτια αληθινά αυτήν, και τον εαυτό σου, και γαλήνευες. Για λίγα μόνο δευτερόλεπτα αλήθειας. Για αυτά και μόνο την κρατούσες εκεί, ισόβια. Για να της παίρνεις όλο το φως μήπως και για κάποιες στιγμές μόνο καταφέρεις να φωτίσεις τα σκοτάδια σου, έτσι, στιγμιαία.
Και μετά πάλι ίσκιος. Και σκοτάδι. Πετιόσουν από την καρέκλα και έτσι πάλι δήθεν καμαρωτός, με το βλέμμα τάχα προς τα πάνω. Μα αυτήν κοιτούσες, κάτω, και μέσα σου τη ζήλευες που δεν ήταν σαν κι εσένα, αυτήν κοιτούσες και παρίστανες τον απογοητευμένο, τον στερημένο, τον κατατρεγμένο μα θαρραλέο… ενώ στην ουσία ήσουν εσύ που απογοήτευες, που στερούσες, που κατάτρεχες για να μπορέσεις να έχεις έστω, για μια στιγμή, λίγο φως. Για να νιώσεις για μια στιγμούλα τόση δα ότι μπορεί και να μην είσαι κούφιος, ότι μπορεί να μην κρύβεις μέσα σου μόνο κενό. Ότι ίσως και να μπορείς να αγαπάς κι εσύ.
Το κοριτσάκι πίσω σου, που ‘χει χαθεί στον ίσκιο σου, λάθος το λογαριάζεις.
Του λες πόσο τυχερή είναι που σε έχει, πως δεν θα βρει αλλού τέτοιον λόρδο καμαρωτό, με φραμπαλάδες, με ιππικό να ακολουθεί, με μαλλί πυκνό, με φωνή αηδονιού. Πως πουθενά αλλού δεν θα περάσει έτσι. Και κάτι άλλο, κάτι άλλο… Κάτσε να θυμηθώ… α ναι! Και πως αν τολμήσει να ψάξει αλλού θα αναγκαστείς να λάβεις τα μέτρα σου. Πως δεν θα φταις εσύ, όχι, όχι βέβαια, πώς θα μπορούσες, αλλά εκείνη! Πως θα έχει παραβεί κανόνες γραμμένους σε κοτρόνες θεόρατες, πως θα έχει προκαλέσει το μένος σου κι εσύ δικαίως θα σφίξεις το λαιμό. Εσύ δικαίως θα υψώσεις το χέρι σου δίπλα από το μάγουλό της. Να τη χαϊδέψεις θέλεις ναι, το ξέρω.
Όμως ξέρεις κάτι; Ίσως αυτό το κοριτσάκι να μην φοβάται τόσο. Ίσως να έχει δει τα λίπια σου που κρέμονται, κρυφά από τη μισάνοιχτη πόρτα όταν κατουράς όρθιος με το καπάκι κατεβασμένο. Ίσως να τα έχει μυρίσει όταν την πλησιάζεις για να της δείξεις πόσο λόρδος είσαι. Ίσως τα έχει δει όταν εσύ παριστάνεις ότι είσαι αγέρωχος και το σαγόνι σου στρέφεις στο ουρανό και δεν κοιτάς. Ίσως τα έχει αγγίξει όταν εσύ κοιμάσαι μετά το ασύδοτο γεύμα σου. Και ξέρει ότι δεν είναι μύες. Ξέρει ότι ο φραμπαλάς είναι νάιλον, συνθετικός, από πάγκο δίπλα στα κρεμμύδια, κι ας λες εσύ για μετάξια. Ίσως ξέρει ότι το μπόι σου είναι δανεικό, από παιδικές σειρές με σούπερ ήρωες…
Γι’ αυτό σου λέω. Το κοριτσάκι πίσω σου, λάθος το λογαριάζεις. Τη μετράς μόνο από τα ψίχουλα φωτός που αντέχεις να μπουν μέσα σου. Δεν μετράς το σκοτάδι που χρειάζεσαι για να καλύψεις όλο το υπόλοιπο φως της. Δεν κοιτάς για μια στιγμή στον καθρέφτη να τη δεις. Προτιμάς να την κοιτάς από ψηλά. Είπαμε, αγέρωχος.
Όμως αν τυχόν για μια στιγμή, μια τόση δα στιγμούλα, κοιτούσες έναν καθρέφτη, αν σας έβλεπες δίπλα- δίπλα, αν έβρισκες το κουράγιο, θα ήξερες. Θα ήξερες ότι το σκοτάδι σου το παίρνει και το κάνει κλωστές. Κλωστές χρυσές, φωτεινές. Και φτιάχνει φορέματα μεταξωτά, αέρινα και ντύνει το κορμί της. Και ότι ψηλώνει λίγο-λίγο. Ότι σε λίγο ο ίσκιος σου δεν θα μπορεί να την καλύψει, ακόμα κι αν μείνετε κι οι δύο ακούνητοι, σε πόζα συγκεκριμένη.
Θα ήξερες ότι δεν είναι κοριτσάκι. Δεν ήταν άλλωστε ποτέ.
[1] Από το τραγούδι «Τακούνια για καρφιά» του Ορέστη Ντάντου και της Ιουλίας Καραπατάκη.